- αναταραγμός
- ο1. ανατάραγμα, αναταραχή2. ψυχική ταραχή, εξέγερση.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναταράζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Πρωία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανατάραγμα — το, ατος και αναταραγμός, ο και ανατάραξη, η ανακίνηση, ανάσειση: Το φάρμακο πριν το πιεις θέλει ανατάραγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)